- πυελικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύελο, δηλ. στη λεκάνη ή στη νεφρική πύελο (α. «πυελική ζώνη» β. «πυελικό απόστημα» γ. «πυελικό συρίγγιο»)2. φρ. «πυελικός δείκτης»ανθρωπολ. το μέτρο τού στομίου τής πυέλου το οποίο είναι ευρύτερο στα θηλυκά άτομα από ό,τι είναι στα αρσενικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύελος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Κ. Δηλιγιάννη].
Dictionary of Greek. 2013.